τοματοπολτός

τοματοπολτός
ο, Ν
βλ. ντοματοπολτός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ντοματοπολτός — και τοματοπολτός, ο ντοματοπελτές …   Dictionary of Greek

  • (μ)πελτές — ο πληθ. έδες (λ. τουρκ.) 1. συμπυκνωμένος τοματοπολτός. 2. είδος μαρμελάδας από κυδώνια ή μήλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”